quarta-feira, 6 de novembro de 2013

ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΧΟΛΕΡΑΣ

Είναι βράδυ, 1.15 μετά τα μεσάνυχτα, και μόλις τώρα –πριν από λίγο– σταμάτησε το μυαλό μου να «βοσκάει» εδώ κι εκεί και με τρόμο πως ένα ακόμα βράδυ θα χαθεί, «το μάντρωσα» για τα καλά, κλείνοντας τις πόρτες και τα παράθυρά του. Οι σκέψεις μου έγιναν τρελές Ερινύες κι έρχονται να με πνίξουν πάντα κάθε βράδυ αυτή την ώρα της ανακούφισης, της αυτοσυγκέντρωσης και του απολογισμού. «Απολογισμός ποιου πράγματος;», εξομολογούμαι με ενοχή. Αφού το έσκασα –πάνε μέρες τώρα– μην αντέχοντας την καθημερινότητα της ζωής μου και του γραφείου, μην αντέχοντας να βλέπω τεθλιμμένους, αγχωμένους, σαλταρισμένους ανθρώπους παντού, μην αντέχοντας τις ειδήσεις, τις πλατείες, τους αδικημένους, τους αγανακτισμένους, τους αηδιασμένους, τους ΠΑΜΕ, τους ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ και κάθε συνδικάτο, κάθε πολιτικό, δημοσιογράφο και παράγοντα. Αγανάκτησα που δουλεύουμε όλοι σαν τρελοί κλείνοντας δυο - δυο τα τεύχη μας λόγω των ακατάπαυστων απεργιών, αγανάκτησα που βλέπω μαμάδες, κυρίως διευθύντριες, αρχισυντάκτριες, στυλίστριες και απαξάπαντες τους εργαζόμενους στα εβδομαδιαία περιοδικά να φεύγουν μετά τα μεσάνυχτα κάθε μέρα, διότι δουλεύουμε συνεχώς, μην ξέροντας αν θα προλάβουμε να κυκλοφορήσουμε στη σωστή ημερομηνία ή αν οι συνεχείς απεργίες της ΔΕΗ και διάφορων άλλων –που ξεπετάγονται καθημερινά– θα μας κάνουν να μη φύγουμε ποτέ από το γραφείο.

Έτσι λοιπόν κι εγώ λιποτάκτησα πριν από δέκα μέρες, τους χαμογέλασα με ένα «λυπημένο χαμόγελο» που έλεγε πολλά, τα μάζεψα κι έφυγα. Μάζεψα τα ρούχα των παιδιών μου, πήρα προμήθειες, ξηρά τροφή, τα παιδιά κι έφυγα σχεδόν νύχτα. Την προηγούμενη είχα κάνει μια αναγνωριστική βόλτα το μεσημέρι στο Σύνταγμα, και δυο δουλειές σε εκκρεμότητα και ένα ραντεβού που δεν έφτασε ποτέ λόγω πορείας ήταν αρκετά για να με κάνουν να το βάλω στα πόδια σαν φυγόδικος την επόμενη. Η πιο βρόμικη πλατεία από καταβολής Συντάγματος, με βουνό τα χαρτιά του ΠΑΜΕ και του κάθε ΦΥΓΕ και ΔΙΑΛΕΧΤΕ διαμαρτυρόμενου της γης, μια κανιβαλιστική διάθεση που πλανιόταν στον αέρα, μια «αγριάδα τρελού» στα μάτια όλων των παρευρισκομένων στην πλατεία, τα σπασμένα πεζοδρόμια, τα λευκά μάρμαρα ρημαγμένα από εκδίκηση, αγανάκτηση και κρυμμένη υπομονή που έγινε «ύαινα λυσσαλέα» στο μυαλό ανθρώπων που πραγματικά βρήκαν τρελό κουράγιο για να ξεσηκωθούν έτσι, συνέθεταν την εικόνα που αντίκρισα. Ξεσηκωμός και πλιάτσικο, βρομιά και χάος μαζί. Κακός οιωνός, είπα, ενώ είχα διαλέξει επίτηδες να μην κουβαλήσω τσάντα μαζί μου, να βγω σαν να πήγαινα για γάλα στη γωνία. Κι όμως, δεν έβγαλα άκρη. Δίπλα στους θυμωμένους, τους αγανακτισμένους, έβλεπα και βέβηλους, κανείς από τους οποίους δεν σκέφτηκε πώς θα καθαρίσει μετά αυτό το χάλι, πώς θα ξανακολληθούν τα μάρμαρα, πώς θα μαζευτεί το χαρτομάνι που έγινε λάσπη και ένα με τα σπασμένα πεζοδρόμια, πώς θα σβήσουν οι βρισιές από τους τοίχους. Απογοητεύτηκα και έφυγα νωρίς. Δεν χρειαζόταν όλο αυτό. Είναι και μάταιο, νομίζω – και να με συγχωρήσουν οι θερμόαιμοι.

Μόνο η τιμωρία βάζει τα πράγματα στη θέση τους σ’ αυτήν τη ζωή. Όλοι ξέρουμε πόσοι και ποιοι «καλοί» χωράνε στη φυλακή, με έναν πρόχειρο απολογισμό των τελευταίων δεκαπέντε ετών. Σε όλο τον προηγμένο κόσμο γίνονται φυλακίσεις διεφθαρμένων πολιτικών και δήμευση της περιουσίας τους. Αυτό και μόνο αρκούσε, με συνοπτικές διαδικασίες και με πολιτικές καθαιρέσεις, ως πρώτο αντικαταθλιπτικό, στο δύσμοιρο λαό μας.

Λιποτάκτησα λοιπόν, σας το ’πα… Ήρθα στο σπίτι μου στο νησί, που για εκείνους που δεν ξέρουν είναι «το νησί της χλιδής» και για εμένα που ξέρω είναι το μέρος όπου βλέπω ορίζοντα από το μπαλκόνι μου, ουρανό καθαρό, αγελάδες και πρόβατα δεξιά μου, κοκοράκια που τα ακούω την ανατολή, όταν με ξυπνούν για λίγο. Σ’ αυτό το νησί, που είναι πιο όμορφο το χειμώνα και την άνοιξη, το νησί της μοναξιάς μου, που μόνο ένας μόνιμος κάτοικός του ξέρει να τη βρίσκει. Έπειτα από τρεις ημέρες, άρχισα να μεταμορφώνομαι σε ένα φιλήσυχο άνθρωπο, η μελαγχολία μου υποχώρησε και ακόμα και τις ειδήσεις τολμώ να τις αναλύσω ψυχραιμότερα. Δουλεύω συνεχώς, σε επικοινωνία με το γραφείο μου, σκέφτομαι νέα πράγματα, σκέφτομαι με ελπίδα και όχι με «μαύρο κέφι», δίνω κουράγιο σε αυτούς που το χάνουν, είμαι μια καλή μαμά που τρώει μεσημεριανό, βραδινό με τα παιδιά της, τα αλείφω κρέμα για τον ήλιο ανελλιπώς και τους εξηγώ προσεκτικά τι συμβαίνει «όταν μία χώρα πτωχεύει».

Αισθάνομαι τύψεις κάποιες φορές για την πράξη λιποταξίας μου, αλλά αισθάνομαι και το κουράγιο να βγαίνει από μέσα μου, που μου λέει πως φτάνει πια με το «μεγάλο φαγοπότι» όλων των χαμογελαστών φίλων μας και ίσως κάτι καινούργιο θα βγει μέσα από τη δυσοσμία της Καμόρα, που φαίνεται πως τα έχει σκεπάσει όλα, μα όλα, σε αυτήν τη χώρα. Εγώ θα συνεχίσω να κάνω αυτό που έμαθα να κάνω τόσα χρόνια, να γεννάω ιδέες για περιοδικά. Αυτό ξέρω να κάνω καλά, νομίζω, κι αυτό πρέπει να συνεχίσω να κάνω, πάντα με σημαία την αξιοπρέπεια, εκτός κι αν απελπιστούμε και βλακέψουμε όλοι πια και γίνουμε επίδοξοι παίκτες ριάλιτι, χορευτές με τουτούδες και στρας γάντια, κανονικά νούμερα δηλαδή ή ηθοποιοί σε δακρύβρεχτα τούρκικα σίριαλ, «συνηθισμένοι» βιοπαλαιστές στην τρέλα της φαντασίας της αξιοθρήνητης ελληνικής μας κατάντιας. Ένας τρελός, θεότρελος θίασος που τρέχει να σωθεί, ένας παράφρων λαός πλέον, με ακόμη πιο παράφρονες πολιτικούς, που ψάχνουν να βρουν ποιος «έχυσε το γάλα και γιατί»… Όλοι άρρωστοι από την ίδια αρρώστια να ξορκίζουν το φάρμακο, περιμένοντας πως η αρρώστια θα περάσει με λιτανείες και διαμαρτυρίες τύπου «γιατί, Θεέ μου, σ’ εμένα», και όχι με αυτοσυγκέντρωση, συνεργασία με γιατρούς και εντατική θεραπεία. Αγανακτισμένη, πληγωμένη και αηδιασμένη κι εγώ από μια χώρα που όλο με απομυζούσε από την ώρα που ενηλικιώθηκα κι έβγαλα την πρώτη δραχμή, της κατέθετα πάντα από τους πρώτους τα κόμιστρα και δούλευα πάντα με συνέπεια, με το φόβο μήπως καταστρέψω, μήπως πειράξω κάποιον ή κάτι, μήπως γίνω εγώ η κακιά και η διεφθαρμένη απέναντι στο πιο κακό σύστημα με Αρχιερείς και πρωτεργάτες που τους ήξερα βέβαια, μέλη μιας άτυπης συμμορίας Μαφίας, κάτι από Νονό και τη «μεγάλη ληστεία του τρένου».

Ζω για τη στιγμή που θα παρακολουθώ στην τηλεόραση όχι ειδήσεις, αλλά δίκες όπως αυτές που έβλεπα, κι ας ήμουν μικρή, μετά την πτώση της χούντας. Περιμένω πώς και πώς να δω ποιοι και πόσοι έχουν χρήματα στο εξωτερικό και αν θα έρθουν αυτά ποτέ πίσω, αν θα δημευτούν περιουσίες πάμπλουτων πολιτικών –μερικούς κάναμε το λάθος και τους φωτογραφίσαμε κι εμείς, όταν κοιμόμασταν όρθιοι στο «γλυκό ύπνο του δικαίου», άλλοι μάς χτύπησαν την πόρτα και το ζητούσαν σαν τρελοί, αλλά παραήταν οφθαλμοφανές και για εμάς, τα αθώα άσπρα αρνιά των περιοδικών, καμία σχέση με τους πονηρούς λύκους των εφημερίδων. Περιμένω κι εγώ για τη στιγμή που θα αποδοθεί –αν αποδοθεί ποτέ– δικαιοσύνη. Εδώ θα είμαι, σ’ αυτήν τη χώρα. Δεν έχω άλλωστε να πάω πουθενά αλλού, άντε μόνο σ’ αυτό το σπίτι των ανέμων στο νησί και θα γράφω τις νύχτες ακούγοντας τα καράβια στο λιμάνι και το βουητό του αέρα, που έχει πάψει πια να με φοβίζει. Ό,τι έχω κι αγαπώ είναι σ’ αυτήν τη χώρα, στην οποία ήμουν συνεπής και τακτική σαν μαθήτρια «σπασίκλας», όπως τόσοι και τόσοι άλλοι σαν εμένα, σαν εμάς.

Στη γειτονική Αίγυπτο δημεύτηκαν ήδη κάποιες περιουσίες. Θα περιμένω λοιπόν με τα χρόνια, στωικά, να δω να πληρώνουν κάποιοι κι εδώ για το «μεγάλο φαγοπότι» και για τα «χρόνια της χολέρας» που ακολούθησαν.

Nenhum comentário:

Postar um comentário